17.2 C
Nea Makri
19 Απρ 2024
thumbnail_vlbp
thumbnail_vlbp
previous arrow
next arrow

Ο κορυφαίος Έλληνας ουτιέρης Νίκος Σαραγούδας

0

του Στέλιου Πλακίτση

Ο κ. Στέλιος Πλακίτσης είναι ζωντανή ιστορία για τον Μαραθώνα. Με το πλούσιο φωτογραφικό αρχείο του, οι ιστορίες του μάς ταξιδεύουν στο παρελθόν.


Ο ανεπανάληπτος και κορυφαίος Έλληνας τραγουδιστής και ουτιέρης, Νίκος Σαραγούδας

Αυτό το χρονογράφημά μου θέλω να το αφιερώσω στον κορυφαίο Έλληνα ουτιέρη, τραγουδιστή με την ξεχωριστή φωνή που διέπρεψε σε μια πορεία μέσα στους μουσικούς δρόμους, γιατί συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από τότε που τον γνώρισα κι από τότε που ξεκίνησε.

Στα παιδικά του χρόνια τραγουδούσε με τους φίλους του. «Βέρος» Σπαταναίος κι αρβανίτικης καταγωγής. Ο πατέρας του, Ευάγγελος Σαραγούδας, Καρυστινός στην καταγωγή, από το γραφικό χωριό του Κάβο Ντόρο, Κατσαρώνι.

Οι Καρυστινοί της ευρύτερης περιοχής της νότιας Εύβοιας συνήθιζαν να μετακινούνται «απέναντι», στην Αττική και ειδικότερα στα Μεσόγεια, κυρίως κατά τη διάρκεια της «Μουστιάς». Ο Μεσογείτικος Κάμπος ήταν κατάφυτος από αμπελώνες με την ξεχωριστή ποικιλία του Σαββατιανού κτήματος, απ’ όπου έβγαινε η χιλιοτραγουδισμένη «ρετσίνα».

Στα άγονα καβοντορίτικα χωριά, οι περισσότεροι ήταν κτηνοτρόφοι που ανέτρεφαν γιδοπρόβατα και βοοειδή, νόστιμα και φημισμένα κρέατα. Μετακινούνταν πολλές φορές προς τα απέναντι χωριά των Μεσογείων, αναζητώντας περιστασιακές ή ακόμα και μόνιμες δουλειές. Πολλοί ήταν αυτοί που εργάζονταν στο ξελάκκωμα των αμπελιών μετά το τρυγητό στα «Σουμοκάζανα», που ήταν αρκετά τόσο στα Σπάτα και το Λιόπεσι (Παιανία) όσο και στην ευρύτερη περιοχή.

Έτσι, ο νεαρός τότε Καβοντορίτης Ευάγγελος Σαραγούδας έμεινε στα πολύ παλαιά, προπολεμικά χρόνια στην αρχή στο Λιόπεσι και κατόπιν μετακινήθηκε στα Σπάτα, όπου και «ρίζωσε», αφού με τον καιρό παντρεύτηκε μια «ντόπια» Σπαταναία από την οικογένεια των Μπερτόληδων κι απέκτησαν πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Δευτερότοκος γιος ο Νίκος, ο οποίος γεννήθηκε το 1933.

Ωστόσο, ο Ευάγγελος Σαραγούδας, αφού εγκαταστάθηκε μόνιμα στα Σπάτα, ασχολήθηκε με το επάγγελμα του κρεοπώλη, εξασφαλίζοντας τα φημισμένα Καρυστινά κρέατα που έφερνε από την ομώνυμη περιοχή.

Από το κρεοπωλείο στο τραγούδι

Ο Νίκος από παιδί βοηθούσε τον πατέρα του, όπως έκαναν όλα τα παιδιά της ηλικίας του στα πατροπαράδοτα επαγγέλματα, σαν τις αμπελοκαλλιέργειες και τα κρασιά. Όμως, το ταλέντο του δεν τον άφηνε, τον ακολουθούσε και τις ώρες περισυλλογής «έπαιζε» κι ένα τραγουδάκι από τα σουξέ της εποχής που άκουγε σε γάμους, βαπτίσεις και στο φημισμένο πανηγύρι του Αγίου Πέτρου στα Σπάτα, απ’ όπου παρέλασαν γνωστοί τραγουδιστές του Δημοτικού και Σμυρναϊκού τραγουδιού, αλλά και από γραμμόφωνα και πικάπ που εμφανίστηκαν μετά τον πόλεμο.

Έτσι, ο Νικολάκης Σαραγούδας παραμέρισε το επάγγελμα του κρεοπώλη-χασάπη για το τραγούδι κι άφησε να συνεχίσουν τη δουλειά του πατέρα του τα μικρότερα αδέρφια του, αλλά και τα παιδιά του. Μάλιστα, ο γιος του και συνονόματος του παππού, Ευάγγελος, διαπρέπει σήμερα με το ξεχωριστό κρεοπωλείο στη διασταύρωση της Ραφήνας, με εξαιρετικά νωπά κρέατα, αλλά και καλομαγειρεμένα φαγητά, όπου και «μοστράρει» η ταμπέλα που αναγράφει «Έτος Ιδρύσεως 1938», τιμώντας τον πατριάρχη της οικογένειας, Μπαρμπά-Βαγγέλη Σαραγούδα.

Ο Νίκος Σαραγούδας με το ούτι του, το όργανο που τον δόξασε, παρέα με τον κορυφαίο και ξεχωριστό στο βιολί, Λευτέρη Ζέρβα
Ο Μιχαλάκης και το «πάλκο»

Ήταν καλοκαίρι του 1952, μετά την παύση των σχολικών διακοπών. Ο αείμνηστος φίλος μου, Γιάννης Τσάμης, κορυφαίος επαγγελματίας (έχω αναφερθεί στα γραφόμενά μου αρκετές φορές για τα προσόντα του και τι ακριβώς είχε προσφέρει στη μαραθωνίτικη «πιάτσα» μετά τον πόλεμο) με έπαιρνε μαζί του για βοηθό και πηγαίναμε στα πανηγύρια δουλεύοντας ως σερβιτόροι.

Τη χρονιά εκείνη, είχε συμφωνήσει να δουλέψουμε στα Σπάτα, στο τριήμερο πανηγύρι για τον εορτασμό του πολιούχου Σπάτων, Αγίου Πέτρου, στο εκεί καφενείο-κέντρο του νεαρού «Μάριου», κατά κόσμον Μιχάλη Μιχαλάκη. Κάθε χρόνο ετελείτο εκτός από το θρησκευτικό πρόγραμμα και το λαογραφικό, με την παρασκευή σε καζάνια μεγάλης ποσότητας φαγητού «μοσχαριού στιφάδο». Το έθιμο αυτό συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Ο Μιχάλης Μιχαλάκης, ήταν ένας σπουδαίος νέος της εποχής εκείνης, ένας κοσμοπολίτης με ωραίο ντύσιμο κι εμφάνιση, ένας «μποέμης», ο Άρχοντας των Μεσογείων. Είχε ρυμουλκήσει το «πάλκο» της «Τρίανας του Χειλά», ενός από τα κορυφαία κοσμικά κέντρα της μεταπολεμικής Αθήνας, που βρισκόταν στη Λεωφόρο Συγγρού απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Σώστη και το μετέφερε στα Σπάτα.

Τότε, η Λεωφόρος Συγγρού ήταν αραιοκατοικημένη και δέσποζε εκεί το κέντρο αυτό υπό τη διεύθυνση του κορυφαίου επαγγελματία Βασίλη Χειλά, με τον οποίο ο Μιχάλης διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις.

Επάνω στο «πάλκο» που στήθηκε στην πλατεία των πεύκων του Δημαρχείου, ανέβηκε ο ανεπανάληπτος μουσικός, τραγουδιστής και στιχουργός Γιάννης Παπαϊωάννου, πλαισιωμένος από τρεις χαρισματικές τραγουδίστριες της εποχής εκείνης, τη Ρένα Ντάλια, τη Λέλα Παπαδοπούλου και τη Σεβά Χανούμ. Στην πρώτη σειρά συνέχιζαν κι έπαιρναν θέση οι τραγουδιστές Νίκος Καλέργης, Γιώργος Παπαδόπουλος, οι σολίστες Ηλίας Ποτοσίδης και Γιάννης Σελασίδης και στην πίσω σειρά ο Μάρκος Καράμπαλης στα ντραμς κι ο Στέλιος Λαζάρου στο βιολί.

Ο χώρος πλήρως οργανωμένος από τον σπουδαίο και ξεχωριστό «Μάριο» που, μετά τον πόλεμο, δέσποζε σε όλα τα Μεσόγεια και οργάνωνε τα παραδοσιακά πανηγύρια που έχουν «γράψει» σελίδες αναμνήσεων και ρομαντισμού και, τώρα που καταγράφονται αυτές οι γραμμές, αποτελούν ένα Ιστορικό γεγονός του παρελθόντος.

Ο Παναγιωτάκης Σαρίκας

Στο πιο πάνω καφενείο-κέντρο, επάνω στο «πάλκο» είναι η «αφρόκρεμα» του Δημοτικού και Σμυρναϊκού τραγουδιού της εποχής εκείνης, Γεωργία Μπλάνα, σπουδαία, κορυφαία και μοναδική τραγουδίστρια. Είχε ξεκινήσει από τα θεατρικά «μπουλούκια», όπου τραγουδούσε στα διαλείμματα των παραστάσεων των περιοδευόντων θιάσων τρία-τέσσερα ευρωπαϊκά κι αρχοντορεμπέτικα της εποχής εκείνης. Γρήγορα την κέρδισαν οι Δημοτικές και Λαϊκές κομπανίες, χάρη στη στεντόρια φωνή της και διέπρεψε στα πανηγύρια της Αττικής, της Βοιωτίας και της Αργολίδος.

Δίπλα της ο εθνικός τραγουδιστής Γιώργος Παπασιδέρης μαζί με τον Μίμη Ανδριανό. Σε ξεχωριστή θέση ο Κώστας Ρούκουνας και οι κορυφαίοι σολίστες Γιώργος Κόρος και Παναγιώτης Κοκοντίνης. Την κομπανία συμπλήρωναν οι ντόπιοι Σπαταναίοι μουσικοί Κώστας Παλαιολόγος στο σαντούρι και ο σολίστας στο μπουζούκι, πολυσύνθετος και ταλαντούχος, δάσκαλος και στιχουργός, Παναγιωτάκης Σαρίκας, προσφυγάκι πρώτης γενιάς που είχε έρθει στον Μαραθώνα με το κύμα του ξεριζωμού από τις χαμένες πατρίδες όταν ήταν παλικάρι 19 ετών, μαζί με τον πατέρα του, τον Μπαρμπά-Τάσο. Βασικό τους επάγγελμα, πατέρα και γιου, σοβατζήδες, οι οποίοι δούλεψαν στην ίδρυση του συνοικισμού «Νέο Σεβδίκιοϊ» στον Μαραθώνα, γιατί από εκεί ήταν η καταγωγή τους.

Ο Μπαρμπά-Τάσος έπαιζε ωραίο βιολί σε Σμυρναϊκούς σκοπούς. Από κοντά κι ο Παναγιωτάκης που εντάχθηκε στην τοπική κομπανία, με την οποία πήγαιναν σε γάμους και πανηγύρια.

Κάποια στιγμή, τα προπολεμικά χρόνια, βρέθηκε στα Σπάτα με τη δουλειά του μουσικού. Εκεί γνώρισε και τη γυναίκα του κι έμεινε μόνιμα πλέον στα Σπάτα, όπου μαζί με τον Κώστα Παλαιολόγο και τον Γιάννη Φράγκου εντάχθηκε στην τοπική μουσική κομπανία.
Με την απελευθέρωση του Ρεμπέτικου και Λαϊκού τραγουδιού, γνώστης του πενταγράμμου, έγινε σολίστας του μπουζουκιού. Δούλεψε σε λαϊκά συγκροτήματα με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Μίμη και την Μπέττυ Δασκαλάκη, αλλά και σε δίδυμο μπουζούκι μαζί με τον Ιορδάνη Τσομίδη και πολλούς άλλους. Με το πρώτο κύμα των μουσικών που έφυγαν για την Αμερική, παρεσύρθη και ο Παναγιωτάκης μαζί με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, όπου και κατέληξε εκεί. Ωστόσο, εδώ άφησε σπουδαίο έργο. Ένας από τους μαθητές του ήταν ο Νίκος Σαραγούδας.

Η γνωριμία με τον Νίκο

Ξημέρωνε η τρίτη ημέρα του πανηγυριού, πρωτομηνιά του ζεστού Ιουλίου και ο ήλιος «έσκαγε» από τα βουνά της Εύβοιας και φώτιζε τον καταγάλανο Ευβοϊκό Κόλπο εκεί κάτω στη Λούτσα, δημοφιλή προορισμό και τόπο εξοχής για τους Σπαταναίους. Όλο το χωριό ήταν στο «πόδι», καθήμενοι και όρθιοι. Από τους «ψίθυρους» που άκουσα, κατάλαβα ότι θα τραγουδούσε ένα ντόπιο παιδί, ένας Σπαταναίος, ανάμεσα στα θηρία που ευρίσκοντο στο «πάλκο».

Ύστερα από ένα εισαγωγικό σολάρισμα του δασκάλου Παναγιωτάκη Σαρίκα, εμφανίστηκε ο νεαρός μαθητής του. Φορούσε ένα μπεζ κουστούμι, με άσπρο πουκάμισο. Είχε βγάλει τον γιακά από το πουκάμισό του, ώστε να καλύπτει τον γιακά από το σακάκι του, λες και ήταν απόφοιτος του Αμερικανικού Κολεγίου, χωρίς καθόλου τρακ. Οι συμπολίτες του τον υποδέχθηκαν με παρατεταμένα χειροκροτήματα που ακούστηκαν σε όλο το χωριό. Μαζί με αυτούς και εγώ τον θαύμασα από την πρώτη στιγμή που τον είδα και τον άκουσα σε ένα σουξέ της εποχής του Γιώργου Λαύκα σε μουσική των Σταύρου Τζανακάκη και Γιάννη Τασόπουλου. «Γλυκοχαράζει ο αυγερινός κι εσύ κοιμάσαι μοναχός» ήταν το μαρς της καριέρας του, μια καριέρα με δόξα, χειροκροτήματα, επιτυχίες δισκογραφικές, που πάντα τον φώτιζαν τα «Φώτα της Ράμπας» και ύστερα από 70 περίπου χρόνια παίρνει το «Νόμπελ» ενός κορυφαίου μουσικού και τραγουδιστή.

Πίσω από έναν επιτυχημένο άνδρα, κρύβεται πάντα μια σπουδαία γυναίκα! Η σύζυγος του Νίκου ξεχώριζε με τη φωνή της και έφθασε στο ζενίθ της καριέρας της, τραγουδώντας με τις πενιές του ουτιέρη συζύγου της. Ζευγάρι ταιριαστό στη ζωή και στο επάγγελμα. Ο λόγος για τη Γιασεμή Κανταρτζόγλου. Γεννήθηκε στην «προσφυγομάνα» Νέα Ιωνία στα μέσα της δεκαετίας του ‘40. Εκεί είχε τα πρώτα της ακούσματα από το οικείο της περιβάλλον, από τη θεία της αλλά και όλη την οικογένεια που λάτρευαν το Σμυρναϊκό τραγούδι. Σε ηλικία μόλις 10 ετών γοητεύτηκε από τη φωνή του συμπολίτη της, Στέλιου Καζαντζίδη, όταν περνούσε από την οδό Αλαείας, ένα γραφικό στενάκι της Νέας Ιωνίας, για να δει το ανυψωμένο σπιτάκι του Στέλιου, εκεί που η μάνα του, Γεσθημανή, άπλωνε στο μπαλκόνι τα ρούχα της «μπουγάδας» για τους δύο γιους.

Γιασεμή Κανταρτζόγλου-Σαραγούδα, κορυφαία Ελληνίδα τραγουδίστρια. Η άλλη Ρόζα Εσκενάζυ

Στη Νέα Ιωνία οι πρόσφυγες είχαν κάθε βράδυ γιορτή έξω από τις αυλές των σπιτιών, με ουζάκι και Σμυρναϊκές λιχουδιές. Όλη η περιοχή είχε άρωμα Ανατολής και άρωμα Σμύρνης. Εκεί προστέθηκε και η φωνή της Γιώτας Λύδιας, κατά κόσμον Παναγιώτα Μανταράκη, που «ντεμπουντάρισε» δίπλα στον μετέπειτα σύζυγό της Στράτο Ατταλίδη. Στην ίδια γειτονιά και τα ίδια «στενά» περπάτησε και ο Νίκος Ξανθόπουλος, που αργότερα «έσπασε» τα ταμεία των κινηματογράφων με τις ασπρόμαυρες ταινίες και τη φωνή του.

Η ανήσυχη, μικρή και ταλαντούχα Γιασεμή, που το μικρό της όνομα τη συνόδευε σε όλη την καλλιτεχνική καριέρα, μόλις στα 14 της χρόνια ανέβηκε στο «πάλκο». Έδειξε από νωρίς την υπέροχη φωνή της και τους μουσικούς δρόμους που είχε μάθει από τη θεία της, αδερφή του πατέρα του. Στόμα με στόμα γνωρίστηκε με το μουσικό «σινάφι» κι έφθασε να ανέβει ψηλά στο «πάλκο» δίπλα στον κορυφαίο βιολίστα Γιώργο Κόρο και τον Νίκο Σαραγούδα, ο οποίος τότε την κοίταξε «λοξά».

Τα επόμενα χρόνια μπήκε στο παιχνίδι της Αθηναϊκής νύχτας. Εκεί στην οδό Ψαρών, πίσω από το θέατρο της Βέμπο, ήταν το κέντρο «Δροσιά» του επιχειρηματία Μπερέκου, ο οποίος είχε μαζέψει όλο το «καϊμάκι» του Δημοτικού Τραγουδιού, με τον Γιώργο Κόρο και την ανερχόμενη σπουδαία τραγουδίστρια Σοφία Κολλητήρη, που έγραψε τη δική της Ιστορία και παραμένει «πρώτη και καλύτερη».

Οι νεαροί τραγουδιστές Φώντας Σπουργίτης, Τάσος Παγκάκης, Νίκος Σαραγούδας και Γιάννης Σκληρός που ήταν το ατού της «Δροσιάς», τραγουδούσαν στο ύφος του Μήτσου Αραπάκη, που με τις πολυφωνίες και τα πριμαδόρικα τραγούδια ξεσήκωναν τους θαμώνες του Κέντρου. Την κομπανία συμπλήρωναν ο Παναγιώτης Κοκοντίνης στο κλαρίνο κι ο Αλέκος Γκαραβέλης στο σαντούρι.

Διαφημιστικό σποτ των “Music-box” και “Decca” με τις επιτυχίες στη δισκογραφία του Νίκου Σαραγούδα
Ένα ταιριαστό ζευγάρι

Ήταν 21 Νοεμβρίου στα «Εισόδια της Θεοτόκου». Ο Γιώργος Κόρος σαν κορυφαίος και περιζήτητος μουσικός έκλεισε συμφωνία να παραβρεθεί στο πανηγύρι της Βάρης στα Βλάχικα, που την εποχή εκείνη ανέβαινε επαγγελματικά. Στην κομπανία αυτή βρέθηκε από τύχη ο Νίκος Σαραγούδας και η μικρή Γιασεμή, που είχε ξεσηκώσει τον κόσμο με το Σμυρναϊκό τραγούδι. Εκεί, αυτή τη φορά ο Νίκος δεν την κοίταξε «λοξά» αλλά κατάματα. Η χημεία τους και τα χαμόγελά τους, τους οδήγησαν να γίνουν ένα ταιριαστό ζευγάρι στη ζωή και στην καλλιτεχνική πορεία και άφησαν αμφότεροι στοιχεία πολιτισμού και παράδοσης με πλούσια δισκογραφία

Πέρασαν από τότε 50 χρόνια. Στην ανθόσπαρτη αυτή πορεία, προστέθηκαν τρία αγόρια σαν κυπαρίσσια, ο Βαγγέλης, ο Κώστας και ο Άγγελος, που κι αυτοί με τη σειρά τους πρόσθεσαν στην οικογένεια και το γενεαλογικό δέντρο του Νίκου και της Γιασεμής Σαραγούδα τα εγγονάκια τους που είναι η χαρά τους.

Θα τελειώσω το χρονογράφημα αυτό με την αναγνώριση που έγραψε και είπε ο Γιάννης Μητρόπουλος, ερευνητής κι εκδότης του περιοδικού «ΠΑΛΚΟ», ιδιοκτήτης δισκογραφικής εταιρείας, ότι «η Γιασεμή και ο Νίκος Σαραγούδας κατατάσσονται στους κορυφαίους του ελληνικού τραγουδιού και είναι αναγνωρισμένοι σε όλη την Ελλάδα και στον απανταχού ανά τον κόσμο Ελληνισμό.» Η εβδομηκονταετία και η ιστορική διαδρομή του Νίκου και της Γιασεμής δεν τελειώνει με το σημερινό χρονογράφημά μου κι έπεται συνέχεια.

Υ.Γ. Σ’ αυτό το χρονογράφημα θυμάμαι πολύ έντονα τους Σπαταναίους μουσικούς, Κώστα Παλαιολόγο και Παναγιωτάκη Σαρίκα.
Προηγούμενο άρθροSkills4Gigs: Μία startup που γεννήθηκε μέσα στην πανδημία
Επόμενο άρθροTaboom #47: Κορώνα στο κεφάλι μου!