του Στέλιου Πλακίτση
Ο κ. Στέλιος Πλακίτσης είναι ζωντανή ιστορία για τον Μαραθώνα. Με το πλούσιο φωτογραφικό αρχείο του, οι ιστορίες του μάς ταξιδεύουν στο παρελθόν.
Σημείο αναφοράς:
- 18ο χλμ Λεωφ. Μαραθώνος
- Τοπωνύμιο και περιοχή
- Κόμβος Αττικής Οδού
- Δρόμος προς Σπάτα
- Στάση Λεωφορείων
- Όρια Δήμων Παλλήνης
και Ραφήνας-Πικερμίου - Στούντιο Alpha
Όλα τα αναγραφόμενα στοιχεία ακούγονται μέχρι και σήμερα και θυμίζουν αυτή την ιστορική και γραφική ταβέρνα που ιδρύθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα και συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι σήμερα από τέταρτη γενιά των Πετσαίων και τον σημερινό ιδιοκτήτη Χρήστο Πέτσα, με καταγωγή από τον Μαραθώνα.
Τα πατητήρια και οι καραγωγείς
O Μαραθώνας με την απέραντη και ιστορική πεδιάδα είναι κατάφυτος και καταπράσινος από αμπελώνες της εξαιρετικής ποικιλίας των Σαββατιανών σταφυλιών, που είναι κατάλληλα για γλευκοποίηση, από εκεί που έβγαινε η χιλιοτραγουδισμένη ρετσίνα, κρασί προέλευσης από Μεσόγεια και Μαραθώνα.
Το πάτημα των σταφυλιών γινόταν στα 40 περίπου πατητήρια που ήταν διάσπαρτα στην πεδιάδα του Μαραθώνα, ακόμα και στην ακτογραμμή της Παραλίας Μαραθώνα, προκειμένου να έχουν πρόσβαση και φόρτωση μούστου για τα νησιά και τον Πειραιά.
Εκεί ήταν τα πατητήρια του μεγαλοκτηματία της περιοχής, Σκουζέ, που βρίσκονταν εκεί που σήμερα είναι η πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα, του εμπόρου Αθανασόπουλου, τα απομεινάρια του οποίου μαρτυρούν την ύπαρξή του εάν επισκεφθείτε την ταβέρνα «Βράχος» του Γεωργίου Λέων, και πιο πέρα το Πατητήρι του προπάππου μου, Βασιλείου Κουτσογιαννόπουλου, του οποίου τα «χαλάσματα» υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής μεταφερόταν στην Αθήνα με ιππήλατα κάρα δια μέσου της αμαξιτής οδού Αθηνών-Μαραθώνος. Μικρό μέρος μεταφερόταν με αυτοκινούμενα κάρα, που είχαν τοποθετημένα πάνω ένα βαρέλι 400 οκάδων (ή 640 κιλών). Από αυτή την τοποθέτηση πήρε και το όνομα αυτό το «βαρέλι σε κάρο», μονάδα μέτρησης του μούστου.
Πάνω από 20-25 καραγωγείς μετέφεραν την παραγωγή των αμπελουργών στην Αθήνα, προμηθεύοντας τις γραφικές ταβέρνες, στης Πλάκας τις ανηφοριές, αλλά και στις πολλές μπακαλοταβέρνες που ήταν διασκορπισμένες στις γειτονιές της Αθήνας και στα «Καρβουνιάρικα», μάντρες που πουλούσαν «Κρασιά για το Σπίτι», όπως έγραφαν οι ταμπέλες, μαζί με κάρβουνα για τα μαγκάλια και ξύλα για το τζάκι.
Παράλληλα, πουλούσαν στους «κρασοπατέρες» κατοσταράκια επιτόπου με λίγες ελιές ή τυρί κεφαλοτύρι.
Έτσι, σε αυτή την επίπονη διαδρομή των 40 χιλιομέτρων υπήρχε ανάγκη το άλογο να ξεκουραστεί, να πιει νερό και να φάει τον καρπό του. Στη μέση της διαδρομής, επί της Λεωφόρου Μαραθώνος, από το 1862 λειτουργούσε στην ερημική αυτή τοποθεσία του Πικερμίου «Του Σκορδά το Χάνι», για τους διερχόμενους ανθρώπους, πεζούς ή με τα κάρα τους.
Η παρεξήγηση
Εκεί, όπως ήταν φυσικό, έβρισκαν κατάλυμα και οι Μαραθωνίτες καραγωγοί, τόσο κατά τη διάρκεια της «μουστιάς», όσο και τις υπόλοιπες εποχές. Εκεί έκανε στάση το 1896 ο Έλληνας Μαραθωνοδρόμος Σπύρος Λούης να πιει ένα ποτήρι κρασί, να ανανεώσει τις δυνάμεις του και να τερματίσει πρώτος στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο της Αθήνας, μια νίκη που τίμησε την Ελλάδα και τον απανταχού ελληνισμό. Το ιστορικό «Χάνι» ανήκει σήμερα στην Αγγέλα Ξηντάρα-Κουρή.
Κάποια στιγμή, οι Μαραθωνίτες επάνω στο κρασί παρεξηγήθηκαν λεκτικά με τον καταστηματάρχη. Βρισκόντουσαν στο τέλος της «μουστιάς» και πριν μπουν στον 20ο αιώνα. Ο Σιδέρης Πέτσας, από τη μεριά των Μαραθωνιτών, εθίχθη και υποσχέθηκε στους συμπολίτες του ότι του χρόνου θα έχουν το δικό τους Μαραθωνίτικο στέκι, χάνι (σ.σ. πανδοχείο) και ταβέρνα.
«Η Μοναξιά»
Μετά την περίοδο της «μουστιάς», άρχισε να ψάχνει να βρει το κατάλληλο κτήμα, προκειμένου να χτίσει αυτό που υποσχέθηκε στους συμπατριώτες του. Ένα και κάτι χιλιόμετρα πιο κάτω από «Του Σκορδά το Χάνι», επί της αμαξιτής οδού Αθηνών-Μαραθώνος, όπως αναφέρεται στο υπ. αριθμ. 18394 συμβόλαιο αγοραπωλησίας από το έτος 1900, βρίσκει το οικόπεδο το οποίο αγοράζει από τον Σπαταναίο Γεώργιο Κυριάκου Πουλάκη, έκτασης τεσσάρων στρεμμάτων, στη θέση «Λούμερη» του χωριού Σπάτων του Δήμου Κρωπίας. Εκεί έμελλε να γίνει το ιστορικό μαραθωνίτικο χάνι «Η Μοναξιά» του Πέτσα, όπως την ονόμασε λόγω της ερημικής περιοχής.
Αμέσως, ο φιλοπρόοδος Σιδέρης Πέτσας χτίζει το χάνι, ταβέρνα, στάβλους, ανοίγει πηγάδι απαραίτητο για να ποτίσει τα ζώα, πατητήρι κι άλλες εγκαταστάσεις, και την επόμενη χρονιά ήταν έτοιμος για να υποδεχθεί τους συμπατριώτες καραγωγείς.
Όπως τους υποσχέθηκε, το δημιούργησε και το 1909 μεταβιβάζει στη γυναίκα του, Μαρία το γένος Δήμου, όλο το κτήμα με τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις. Εκείνη το μισθώνει στον πρωτότοκο γιο της, Χρήστο Πέτσα, ο οποίος είχε απολυθεί από τον στρατό και είχε λάβει μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα ως εύζωνας. Ήταν τότε 24 χρονών, αφού είχε γεννηθεί στον Μαραθώνα το έτος 1885.
Ο πατέρας του και δημιουργός αυτού του ιστορικού χώρου της «Μοναξιάς» απεβίωσε το 1914. Πριν φύγει από τη ζωή ο πατέρας του, ο Χρήστος Πέτσας παντρεύεται με τη Σπαταναία Ελένη Βλάχου κι αποκτούν τρία παιδιά. Την Πολυτίμη, την Ευτυχία και τον Θεόφιλο.
Η «Νέα Ζωή»
Η πανέμορφη Πολυτίμη παντρεύτηκε τον Χρήστο Πέτρου, ο οποίος, μαζί με τη σύζυγό του, μετά τον πόλεμο νοίκιασε από τον Σπαταναίο Γιάννη Διαγκελάκη ταβέρνα, απέναντι από «Του Σκορδά το Χάνι», την οποία ονόμασαν «Νέα Ζωή». Και πράγματι έδωσε νέα ζωή στο Πικέρμι, όπου συνεχώς τα βράδια παρκάριζαν ΙΧ αυτοκίνητα, από τα λίγα που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα, καθώς κι αγοραία ταξί που στάθμευαν στη Βουκουρεστίου, φέρνοντας πλουσιοπάροχους πελάτες να γευθούν τα εξαιρετικά φαγητά που μαγείρευε η Πολυτιμή. Για αρκετό καιρό το είχε επιλέξει για στέκι για τις βραδινές εξόδους και ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Ο Χρήστος Σιδ. Πέτσας διευθύνει τη «Μοναξιά» μέχρι το έτος 1932, όταν και απεβίωσε. Στη συνέχεια, εξαιτίας της διαθήκης, μεταβιβάζεται στον εγγονό της χήρας Μαρίας Σιδ. Πέτσα, Θεόφιλο, ο οποίος μέχρι τον θάνατό του ήταν η «ψυχή» της ιστορικής ταβέρνας, μαζί με τη γυναίκα του Δήμητρα, το γένος Νικ. Βότση με καταγωγή από το Γραμματικό.
Το κέντρο του Καλαμπόκα
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, το Πικέρμι, έχει ανέβει πάρα πολύ ως εξοχικός χώρος. Την εποχή εκείνη ο Αθηναίος επιχειρηματίας Τάσος Καλαμπόκας νοικιάζει τον παρακείμενο χώρο της «Νέας Ζωής» και δημιουργεί κέντρο διασκέδασης, μετακαλώντας ξένα μουσικά συγκροτήματα όπως το Trio Los Paraguayos, το Trio Los Panchos, αλλά και το ελληνικό Τρίο Κιτάρα, τον Αμερικανό Χάρρυ Μπελαφόντε και την εκρηκτική Ελληνίδα τραγουδίστρια Ζωζώ Σαπουντζάκη.
Η «Νέα Ζωή» κάνει άλματα και μεταφέρεται λίγο πιο κάτω, με την ίδια επωνυμία. Στο τέλος της δεκαετίας του 1950 γίνεται και κέντρο διασκέδασης.
«Του Σκορδά το Χάνι» διατηρεί τα πρωτεία στο καλό φαγητό και στο καλό κρασί. Ανήκει, πλέον, στον Βασίλη Ξηντάρα, από τους παλαιούς Πικερμιώτες της παραδοσιακής οικογένειας των Σαρακατσαναίων Ξηνταραίων, που μαζί με τη χαρισματική γυναίκα του, Ιφιγένεια, δημιουργούν ένα δίδυμο προσφοράς εκλεκτών φαγητών. Πελάτης τους είναι την εποχή εκείνη ο Βασιλιάς των Ελλήνων, Παύλος κι αργότερα κι ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Η «Μπουάτ του Αρία»
Ακόμα, την εποχή εκείνη, δηλαδή στην αρχή της δεκαετίας του 1950, ο ξεχωριστός κονφερασιέ Αρίας στήνει την «Μπουάτ του Αρία» και προσελκύει κάθε βράδυ όλους τους θεατρίνους και τις θεατρίνες για καλό φαγητό και ξεχωριστές «παρλάτες» από τον ίδιο. Το ζεστό αυτό μαγαζάκι το είχε δημιουργήσει εκεί που σήμερα βρίσκεται η ταβέρνα του Κατσίρου. Αργότερα, μεταφέρθηκε στο αρχικό κέντρο που είχε ιδρύσει ο Τάσος Καλαμπόκας, το οποίο ονόμασε «Ιππόκαμπος» και είχε μεγάλη επιτυχία.
Για να κλείσω αυτή την ιστορική μεριά της Αττικής, το Πικέρμι, με το καλό φαγητό και τη διασκέδαση, θα υπογραμμίσω τη διαφήμιση του σπουδαίου επιχειρηματία Τάσου Καλαμπόκα, που πολύ συχνά ακούγαμε από το ράδιο του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, αλλά και από τον Ημερήσιο Αθηναϊκό Τύπο «ο Καλαμπόκας στο Πικέρμι, η Ελβετία στην Ελλάδα», και πράγματι είχε κάνει μεγάλες θυσίες για να ανεβάσει στις Πικερμιώτικες νύχτες τη διασκέδαση της υπαίθρου. Ο Καλαμπόκας είχε ξεκινήσει από το τέρμα Πατησίων, στην περιοχή του Προμπονά, με ένα πρωτότυπο κέντρο διασκέδασης της αθηναϊκής νύχτας κι από αυτό ξεκίνησαν οι συλλογικοί χοροί κι όχι μόνο. Το καλό φαγάδικο «ρεστοράν» που ήταν στην πλατεία στο Κεφαλάρι Κηφισιάς άφησε κι αυτό τη δική του ιστορία.
Ο Καζαντζίδης
Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, ο Πυθαγόρας με τον Νικολόπουλο είχαν γράψει στίχους για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Ήταν απ’ αυτούς τους δίσκους που είχαν συμφωνηθεί με τον Μάτσα, για να γραμμοφωνήσει ο κορυφαίος αυτός βάρδος το «Υπάρχω». Οι πρόβες γινόντουσαν στο στούντιο του «Σίφη», Σίφης Σιγανός το όνομά του.
Το στούντιο βρισκόταν στην οδό Σκαραμαγκά, έναν αδιέξοδο δρόμο που ήταν κάτω από την συμβολή των οδών Ιουλιανού & Πατησίων. Οι δοκιμές είχαν αρχίσει από νωρίς εκείνο το πρωινό. Πήγε η ώρα 3 το μεσημέρι, ήμουν κι εγώ εκεί, μου λέει ο Στέλιος «Στελή, πεινάω». Του πρότεινα να πάμε να φάμε στο σπουδαίο φαγάδικο που ήταν εκεί κοντά, του «Κοστογιάννη», στην οδό Σπ. Τρικούπη & Αλεξάνδρας. Πήγαμε και το βρήκαμε κλειστό. Δούλευε μόνο τα βράδια. Μου αντιπρότεινε να βγούμε προς τα έξω κι εγώ του συνέστησα τη «Μοναξιά». Δέχθηκε. Η Δήμητρα ήταν πανέτοιμη να μας «τραπεζώσει» με ό,τι καλύτερο είχε φτιάξει. Ο ενθουσιασμός της παρέας ήταν απερίγραπτος. Ο Πυθαγόρας κι ο Αχιλλέας Θεοφίλου, στη συνέχεια έγιναν τακτικοί πελάτες της «Μοναξιάς», όπως κι ο Στέλιος Καζαντζίδης, που λάτρευε τα μαγειρέματα της Δήμητρας από κυνήγια.
Το στέκι των διασήμων
Ο Αντώνης Τρίτσης έκανε την πρώτη έφοδό του με τη Μιμή Ντενίση στη «Μοναξιά». Ο Ανδρέας Μπάρκουλης, όταν ήταν «πρωτοκλασάτος» ηθοποιός και ερωτευμένος με την Καίτη Γκρέυ είχε στέκι τη «Μοναξιά». Με τον Πάνο Γεραμάνη και την Πόλυ Πάνου φάγαμε ένα χειμωνιάτικο βράδυ ψητές μπεκάτσες δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Συνέχισαν να δίνουν το «παρών» και δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Πάνος Γεραμάνης αναφέρθηκε στη «Μοναξιά» μέσα από τις στήλες των «ΝΕΩΝ», όπου εκεί έγραφε ως δημοσιογράφος.
Ο Ορέστης Λάσκος σε ώρες περισυλλογής μαζί με την πανέμορφη γυναίκα του Μπεάτα Ασημακοπούλου είχαν συντροφιά το τζάκι της «Μοναξιάς». Εκεί έτρωγε και ο Φρέντυ Γερμανός. Ο Κώστας Ρηγόπουλος με την Κάκια Αναλυτή τη διάλεγαν για τις προσωπικές τους ώρες. Ο Κάρολος Κουν πολύ συχνά «τραπέζωνε» εκεί τους μαθητές του.
Εκτός από καλλιτεχνικό στέκι, ήταν και πολιτικό. Ο Μιλτιάδης Μαντάς, υπουργός στις αρχές της δεκαετίας του ’50, συνήθιζε να γευματίζει με φίλους του στη «Μοναξιά», όπου καμάρωνε στο τραπέζι τα εμφιαλωμένα κρασιά που ήταν το χόμπι του. Για τον λόγο αυτό, είχε δημιουργήσει ιδιόκτητες εγκαταστάσεις στο Γραμματικό, όπου εμφιάλωνε ρετσίνα κι αρετσίνωτο κρασί, το οποίο κυκλοφορούσε σε αριστοκρατικά στέκια της Αθήνας με την ονομασία «Μάραθων» και «Ραμνούς». Δυστυχώς, αυτή η επιχείρηση του αείμνηστου κορυφαίου πολιτικού της Αττικής δε βρήκε άξιους συνεχιστές.
Ακόμα, ο Μιλτιάδης Έβερτ, με πολλούς συναδέλφους της πολιτικής, συνέτρωγε σαν κάτοικος Πικερμίου και στου «Σκορδά το Χάνι», αλλά και στη «Μοναξιά».
Ο συνεχιστής
Μετά τον θάνατο του Θεόφιλου Πέτσα, συνεχιστής της ιστορικής αυτής ταβέρνας ανέλαβε ο γόνος της τέταρτης γενιάς, Χρήστος Θεοφ. Πέτσα. Είχε μεγαλώσει μέσα σε αυτόν τον ιστορικό χώρο και ήταν έτοιμος να αναλάβει τη σκυτάλη του θρυλικού μαγαζιού. Είχε, όμως, από κοντά του την άξια μάνα του, Γραμματικιώτισσα, Δήμητρα Βότση, που ήταν «κέρβερη». Μέσα στην κουζίνα παρασκεύαζε γνήσια παραδοσιακά φαγητά με τα καλύτερα και πιο αγνά υλικά. Δυστυχώς, πριν από λίγο καιρό έφυγε από τη ζωή.
Έτσι, σήμερα ο Χρήστος Πέτσας παραμένει κυρίαρχος και συνεχιστής της θρυλικής ταβέρνας που έγραψε τη δική της Ιστορία και εφέτος έκλεισε τα 120 χρόνια συνεχούς λειτουργίας από την ίδια οικογένεια.
Η «Μοναξιά» παραμένει αγέρωχα στον χώρο που ιδρύθηκε με το πέρασμα των χρόνων. Η αφανής της θέση, της δίνει το τοπωνύμιο με τις τρεις καμινάδες από τα τζάκια που ανάβουν μέρα-νύχτα, ενώ το καλοκαίρι ο καταπράσινος κήπος δίνει δροσιά και αγαλλίαση στους πελάτες, που με πολύ ενδιαφέρον επισκέπτονται μια ταβέρνα ιστορική για όλες τις εποχές του χρόνου, με ξεχωριστές συνταγές που άφησε κληρονομιά το ζευγάρι Θεόφιλος και Δήμητρα στον άξιο συνεχιστή, Χρήστο Πέτσα, τρισέγγονο του φιλοπρόοδου Μαραθωνίτη, Σιδέρη Αθαν. Πέτσα.
Υ.Γ. Ακόμα, θέλω να προσθέσω επ’ ευκαιρίας μιας θλιβερής επετείου που συμπίπτει με τη γραφή αυτού του χρονογραφήματος και με αφορμή μια περικοπή που είχα διαβάσει από το βιβλίο του επίτιμου εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αείμνηστου Κεφαλλονίτη, Δελαπόρτα, που έγραφε «όταν ορίστηκα Αντιεισαγγελεύς Πρωτοδικών στο Πρωτοδικείο Αθηνών, έλαβα εντολή από τον προϊστάμενό μου να βρεθώ στη θέση Πικέρμι και 19ο χλμ, προκειμένου να παραβρεθώ στην εκταφή των 54 απαγχονισμένων Ελλήνων πατριωτών από τα στρατεύματα της Γερμανικής Κατοχής (21 Ιουλίου 1944). Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, μαζί με άλλους υπηρεσιακούς παράγοντες βρεθήκαμε στη μοναδική ταβέρνα “Μοναξιά Πέτσα” για να γευματίσουμε. Ο ιδιοκτήτης της μας έσφαξε δύο κότες, τις οποίες μας τις ετοίμασε σύντομα, όπου ακολουθήσε ένα ξεχωριστό φαγοπότι, και μάλιστα σε εποχές που υπήρχε σοβαρή έλλειψη τροφίμων.»